Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
συνέκτροφος
συνεκτροχάζω
συνεκφαίνω
View word page
συνεκτίνω
to pay along with

ShortDef

to pay along with

Debugging

Headword:
συνεκτίνω
Headword (normalized):
συνεκτίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτινω
IDX:
84629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84630
Key:

Data

{'content': 'to pay along with'}