Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
συνεκτρίβω
View word page
συνεκτιθηνέομαι
assist in fostering

ShortDef

assist in fostering

Debugging

Headword:
συνεκτιθηνέομαι
Headword (normalized):
συνεκτιθηνέομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκτιθηνεομαι
IDX:
84626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84627
Key:

Data

{'content': 'assist in fostering'}