Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
συνεκτραχύνομαι
συνεκτρέπομαι
συνεκτρέφω
συνεκτρέχω
View word page
συνεκτίθημι
put on shore along with

ShortDef

put on shore along with

Debugging

Headword:
συνεκτίθημι
Headword (normalized):
συνεκτίθημι
Headword (normalized/stripped):
συνεκτιθημι
IDX:
84625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84626
Key:

Data

{'content': 'put on shore along with'}