Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
συνεκτραχηλίζομαι
View word page
συνεκτέμνω
excise together with

ShortDef

excise together with

Debugging

Headword:
συνεκτέμνω
Headword (normalized):
συνεκτέμνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτεμνω
IDX:
84621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84622
Key:

Data

{'content': 'excise together with'}