Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
συνεκτίκτω
συνεκτίνω
συνεκτοκίζω
View word page
συνεκτελέω
help in completing

ShortDef

help in completing

Debugging

Headword:
συνεκτελέω
Headword (normalized):
συνεκτελέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκτελεω
IDX:
84620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84621
Key:

Data

{'content': 'help in completing'}