Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
συνεκτήκω
συνεκτίθημι
συνεκτιθηνέομαι
συνεκτικός
View word page
συνεκταπεινόω
join in making submissive
ShortDef
join in making submissive
Debugging
Headword:
συνεκταπεινόω
Headword (normalized):
συνεκταπεινόω
Headword (normalized/stripped):
συνεκταπεινοω
IDX:
84617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84618
Key:
Data
{'content': 'join in making submissive'}