Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
συνεκτέος
View word page
συνεκρέω
flow
ShortDef
flow
Debugging
Headword:
συνεκρέω
Headword (normalized):
συνεκρέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκρεω
IDX:
84613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84614
Key:
Data
{'content': 'flow'}