Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
συνεκτέον
View word page
συνεκραίνω
distil at the same time

ShortDef

distil at the same time

Debugging

Headword:
συνεκραίνω
Headword (normalized):
συνεκραίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκραινω
IDX:
84612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84613
Key:

Data

{'content': 'distil at the same time'}