Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
συνεκτέμνω
View word page
συνεκπυρόω
inflame together

ShortDef

inflame together

Debugging

Headword:
συνεκπυρόω
Headword (normalized):
συνεκπυρόω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπυροω
IDX:
84611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84612
Key:

Data

{'content': 'inflame together'}