Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
συνεκτάσσω
συνεκτείνω
συνεκτελέω
View word page
συνέκπτωμα
concomitant feature

ShortDef

concomitant feature

Debugging

Headword:
συνέκπτωμα
Headword (normalized):
συνέκπτωμα
Headword (normalized/stripped):
συνεκπτωμα
IDX:
84610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84611
Key:

Data

{'content': 'concomitant feature'}