Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
συνεκροφέω
συνεκστρατεύω
συνεκσῴζω
συνεκταπεινόω
View word page
συνεκπορίζω
to help in procuring

ShortDef

to help in procuring

Debugging

Headword:
συνεκπορίζω
Headword (normalized):
συνεκπορίζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκποριζω
IDX:
84607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84608
Key:

Data

{'content': 'to help in procuring'}