Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
συνεκραίνω
συνεκρέω
View word page
συνεκπολεμόω
excite to war together

ShortDef

excite to war together

Debugging

Headword:
συνεκπολεμόω
Headword (normalized):
συνεκπολεμόω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπολεμοω
IDX:
84603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84604
Key:

Data

{'content': 'excite to war together'}