Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
συνεκπυρόω
View word page
συνεκποιέω
suffice

ShortDef

suffice

Debugging

Headword:
συνεκποιέω
Headword (normalized):
συνεκποιέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκποιεω
IDX:
84601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84602
Key:

Data

{'content': 'suffice'}