Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεκπηδάω
συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
συνεκπορίζω
συνεκποτέα
συνεκπράσσομαι
συνέκπτωμα
View word page
συνεκπνέω
to breathe one's last along with
ShortDef
to breathe one's last along with
Debugging
Headword:
συνεκπνέω
Headword (normalized):
συνεκπνέω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπνεω
IDX:
84600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84601
Key:
Data
{'content': "to breathe one's last along with"}