Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
ἀντερωτάω
View word page
ἀντερείδω
to set firmly against

ShortDef

to set firmly against

Debugging

Headword:
ἀντερείδω
Headword (normalized):
ἀντερείδω
Headword (normalized/stripped):
αντερειδω
IDX:
8459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8460
Key:

Data

{'content': 'to set firmly against'}