Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκπέμπω
συνεκπεπαίνω
συνεκπεράω
συνεκπέσσω
συνεκπηδάω
συνεκπιαστέον
συνεκπιέζω
συνεκπικραίνομαι
συνεκπίμπρημι
συνεκπίνω
συνεκπίπτω
συνεκπλέω
συνεκπληρόω
συνεκπλήσσω
συνεκπνέω
συνεκποιέω
συνεκπολεμέω
συνεκπολεμόω
συνεκπονέω
συνεκπορεύομαι
συνεκπορέω
View word page
συνεκπίπτω
to rush out together with

ShortDef

to rush out together with

Debugging

Headword:
συνεκπίπτω
Headword (normalized):
συνεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεκπιπτω
IDX:
84596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84597
Key:

Data

{'content': 'to rush out together with'}