Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
ἀντέρως
View word page
ἀντερεθίζω
provoke in turn
ShortDef
provoke in turn
Debugging
Headword:
ἀντερεθίζω
Headword (normalized):
ἀντερεθίζω
Headword (normalized/stripped):
αντερεθιζω
IDX:
8458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8459
Key:
Data
{'content': 'provoke in turn'}