Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
ἀντέρομαι
ἀντερύομαι
ἀντερῶ
View word page
ἀντεργολαβέω
compete with

ShortDef

compete with

Debugging

Headword:
ἀντεργολαβέω
Headword (normalized):
ἀντεργολαβέω
Headword (normalized/stripped):
αντεργολαβεω
IDX:
8457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8458
Key:

Data

{'content': 'compete with'}