Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκδρομικῶς
συνεκδύομαι
συνεκζέω
συνεκθειάζω
συνεκθερμαίνω
συνεκθέω
συνεκθηλύνω
συνεκθλίβω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνεκκάμνω
συνέκκειμαι
συνεκκενόω
συνεκκεντέω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκλίνω
συνεκκλιτικός
συνεκκλύζω
View word page
συνεκκαίω
to set on fire together

ShortDef

to set on fire together

Debugging

Headword:
συνεκκαίω
Headword (normalized):
συνεκκαίω
Headword (normalized/stripped):
συνεκκαιω
IDX:
84557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84558
Key:

Data

{'content': 'to set on fire together'}