Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεκδοχικός
συνεκδρομή
συνεκδρομικῶς
συνεκδύομαι
συνεκζέω
συνεκθειάζω
συνεκθερμαίνω
συνεκθέω
συνεκθηλύνω
συνεκθλίβω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνεκκάμνω
συνέκκειμαι
συνεκκενόω
συνεκκεντέω
συνεκκλέπτω
συνεκκλησιάζω
συνεκκλίνω
View word page
συνεκθνῄσκω
to faint along with

ShortDef

to faint along with

Debugging

Headword:
συνεκθνῄσκω
Headword (normalized):
συνεκθνῄσκω
Headword (normalized/stripped):
συνεκθνησκω
IDX:
84555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84556
Key:

Data

{'content': 'to faint along with'}