Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέκδοτος
συνεκδοχή
συνεκδοχικός
συνεκδρομή
συνεκδρομικῶς
συνεκδύομαι
συνεκζέω
συνεκθειάζω
συνεκθερμαίνω
συνεκθέω
συνεκθηλύνω
συνεκθλίβω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
συνεκκάμνω
συνέκκειμαι
συνεκκενόω
συνεκκεντέω
συνεκκλέπτω
View word page
συνεκθηλύνω
help to make womanish

ShortDef

help to make womanish

Debugging

Headword:
συνεκθηλύνω
Headword (normalized):
συνεκθηλύνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκθηλυνω
IDX:
84553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84554
Key:

Data

{'content': 'help to make womanish'}