Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεπιτείνω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
ἀντερίζω
View word page
ἀντεραστής
a rival in love
ShortDef
a rival in love
Debugging
Headword:
ἀντεραστής
Headword (normalized):
ἀντεραστής
Headword (normalized/stripped):
αντεραστης
IDX:
8454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8455
Key:
Data
{'content': 'a rival in love'}