Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνέκδημος
συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
συνέκδικος
συνέκδοτος
συνεκδοχή
συνεκδοχικός
συνεκδρομή
συνεκδρομικῶς
συνεκδύομαι
συνεκζέω
συνεκθειάζω
συνεκθερμαίνω
συνεκθέω
συνεκθηλύνω
συνεκθλίβω
συνεκθνῄσκω
συνεκκαίδεκα
συνεκκαίω
συνεκκαλέομαι
View word page
συνεκδύομαι
to put off at the same time

ShortDef

to put off at the same time

Debugging

Headword:
συνεκδύομαι
Headword (normalized):
συνεκδύομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκδυομαι
IDX:
84548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84549
Key:

Data

{'content': 'to put off at the same time'}