Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτείνω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
ἀντέρεισμα
ἀντερειστικός
ἀντερέσσω
View word page
ἀντερανίζω
to contribute in turn

ShortDef

to contribute in turn

Debugging

Headword:
ἀντερανίζω
Headword (normalized):
ἀντερανίζω
Headword (normalized/stripped):
αντερανιζω
IDX:
8453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8454
Key:

Data

{'content': 'to contribute in turn'}