Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεκβιβάζω
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
συνεκδημέω
συνεκδημητικός
συνεκδημία
συνέκδημος
συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
συνέκδικος
συνέκδοτος
συνεκδοχή
συνεκδοχικός
συνεκδρομή
View word page
συνεκδημητικός
fond of going abroad together
ShortDef
fond of going abroad together
Debugging
Headword:
συνεκδημητικός
Headword (normalized):
συνεκδημητικός
Headword (normalized/stripped):
συνεκδημητικος
IDX:
84536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84537
Key:
Data
{'content': 'fond of going abroad together'}