Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
συνεκδημέω
συνεκδημητικός
συνεκδημία
συνέκδημος
συνεκδιαφορέομαι
συνεκδιδάσκω
συνεκδίδωμι
View word page
συνεκβόσκομαι
absorb, suck up as well

ShortDef

absorb, suck up as well

Debugging

Headword:
συνεκβόσκομαι
Headword (normalized):
συνεκβόσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεκβοσκομαι
IDX:
84531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84532
Key:

Data

{'content': 'absorb, suck up as well'}