Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
συνεκδημέω
συνεκδημητικός
View word page
συνεκβιβάζω
to help in bringing out

ShortDef

to help in bringing out

Debugging

Headword:
συνεκβιβάζω
Headword (normalized):
συνεκβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεκβιβαζω
IDX:
84526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84527
Key:

Data

{'content': 'to help in bringing out'}