Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
συνεκβράσσω
συνεκδαπανάω
συνεκδέχομαι
View word page
συνεκβαίνω
to go out together

ShortDef

to go out together

Debugging

Headword:
συνεκβαίνω
Headword (normalized):
συνεκβαίνω
Headword (normalized/stripped):
συνεκβαινω
IDX:
84524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84525
Key:

Data

{'content': 'to go out together'}