Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεισπέμπω
συνεισπηδάω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
συνεκβιβάζω
συνεκβιόω
συνεκβλύζω
συνεκβοάω
συνεκβοηθέω
συνεκβόσκομαι
View word page
συνεισφορά
joint contribution

ShortDef

joint contribution

Debugging

Headword:
συνεισφορά
Headword (normalized):
συνεισφορά
Headword (normalized/stripped):
συνεισφορα
IDX:
84521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84522
Key:

Data

{'content': 'joint contribution'}