Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνεισπέμπω
συνεισπηδάω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
συνεκβάλλω
View word page
συνεισποιέω
admit to a share in

ShortDef

admit to a share in

Debugging

Headword:
συνεισποιέω
Headword (normalized):
συνεισποιέω
Headword (normalized/stripped):
συνεισποιεω
IDX:
84515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84516
Key:

Data

{'content': 'admit to a share in'}