Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνεισπέμπω
συνεισπηδάω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
συνεκβαίνω
View word page
συνεισπλέω
to sail into together

ShortDef

to sail into together

Debugging

Headword:
συνεισπλέω
Headword (normalized):
συνεισπλέω
Headword (normalized/stripped):
συνεισπλεω
IDX:
84514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84515
Key:

Data

{'content': 'to sail into together'}