Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνεισπέμπω
συνεισπηδάω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
συνεισφρέω
View word page
συνεισπίπτω
to fall
ShortDef
to fall
Debugging
Headword:
συνεισπίπτω
Headword (normalized):
συνεισπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συνεισπιπτω
IDX:
84513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84514
Key:
Data
{'content': 'to fall'}