Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνεισπέμπω
συνεισπηδάω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
συνεισπράσσω
συνεισρέω
συνειστρέχω
συνεισφέρω
συνεισφορά
συνείσφορος
View word page
συνεισπηδάω
leap into with
ShortDef
leap into with
Debugging
Headword:
συνεισπηδάω
Headword (normalized):
συνεισπηδάω
Headword (normalized/stripped):
συνεισπηδαω
IDX:
84512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84513
Key:
Data
{'content': 'leap into with'}