Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιστρέφω
ἀντεπιστροφή
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτείνω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
ἀντέρεισις
View word page
ἀντεπιχειρέω
to attack in turn

ShortDef

to attack in turn

Debugging

Headword:
ἀντεπιχειρέω
Headword (normalized):
ἀντεπιχειρέω
Headword (normalized/stripped):
αντεπιχειρεω
IDX:
8450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8451
Key:

Data

{'content': 'to attack in turn'}