Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνεισπέμπω
συνεισπηδάω
συνεισπίπτω
συνεισπλέω
συνεισποιέω
συνεισπορεύομαι
View word page
συνεισέρχομαι
to enter along with

ShortDef

to enter along with

Debugging

Headword:
συνεισέρχομαι
Headword (normalized):
συνεισέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
συνεισερχομαι
IDX:
84506
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84507
Key:

Data

{'content': 'to enter along with'}