Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισκατοικέω
συνεισκρίνομαι
συνεισπέμπω
συνεισπηδάω
View word page
συνεισδύω
slip into together

ShortDef

slip into together

Debugging

Headword:
συνεισδύω
Headword (normalized):
συνεισδύω
Headword (normalized/stripped):
συνεισδυω
IDX:
84502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84503
Key:

Data

{'content': 'slip into together'}