Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνείμαρται
σύνειμι
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
συνεισηγέομαι
συνεισκατοικέω
View word page
συνεισβάλλω
to make an inroad into with
ShortDef
to make an inroad into with
Debugging
Headword:
συνεισβάλλω
Headword (normalized):
συνεισβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συνεισβαλλω
IDX:
84499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84500
Key:
Data
{'content': 'to make an inroad into with'}