Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεπιστέλλω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιστρέφω
ἀντεπιστροφή
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτείνω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
ἀντεργολαβέω
ἀντερεθίζω
ἀντερείδω
View word page
ἀντεπιφέρω
lay, inflict in turn upon
ShortDef
lay, inflict in turn upon
Debugging
Headword:
ἀντεπιφέρω
Headword (normalized):
ἀντεπιφέρω
Headword (normalized/stripped):
αντεπιφερω
IDX:
8449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8450
Key:
Data
{'content': 'lay, inflict in turn upon'}