Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνείλησις
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
συνεισευπορέω
View word page
συνείσακτος
introduced together

ShortDef

introduced together

Debugging

Headword:
συνείσακτος
Headword (normalized):
συνείσακτος
Headword (normalized/stripped):
συνεισακτος
IDX:
84497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84498
Key:

Data

{'content': 'introduced together'}