Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνειλέω
συνείλησις
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
συνεισελαύνω
συνεισένεξις
συνεισέρχομαι
View word page
συνεισάγω
to bring in together

ShortDef

to bring in together

Debugging

Headword:
συνεισάγω
Headword (normalized):
συνεισάγω
Headword (normalized/stripped):
συνεισαγω
IDX:
84496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84497
Key:

Data

{'content': 'to bring in together'}