Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνείκοσι
συνείκω
συνειλαπινάζω
συνειλέω
συνείλησις
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
συνεισδύω
συνείσειμι
View word page
συνεῖπον
to speak with
ShortDef
to speak with
Debugging
Headword:
συνεῖπον
Headword (normalized):
συνεῖπον
Headword (normalized/stripped):
συνειπον
IDX:
84493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84494
Key:
Data
{'content': 'to speak with'}