Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκοσι
συνείκω
συνειλαπινάζω
συνειλέω
συνείλησις
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
συνεισδίδωμι
View word page
σύνειμι2
come together

ShortDef

be with (incl. be wife of, study with)
come together

Debugging

Headword:
σύνειμι2
Headword (normalized):
σύνειμι
Headword (normalized/stripped):
συνειμι2
IDX:
84491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84492
Key:

Data

{'content': 'come together'}