Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνείδησις
συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκοσι
συνείκω
συνειλαπινάζω
συνειλέω
συνείλησις
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
συνείσακτος
συνεισβαίνω
συνεισβάλλω
συνεισβολή
View word page
σύνειμι
be with (incl. be wife of, study with)

ShortDef

be with (incl. be wife of, study with)
come together

Debugging

Headword:
σύνειμι
Headword (normalized):
σύνειμι
Headword (normalized/stripped):
συνειμι
IDX:
84490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84491
Key:

Data

{'content': 'be with (incl. be wife of, study with)'}