Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκοσι
συνείκω
συνειλαπινάζω
συνειλέω
συνείλησις
συνειλύω
συνείμαρται
σύνειμι
σύνειμι2
σύνειξις
συνεῖπον
συνειρμός
συνείρω
συνεισάγω
View word page
συνειλέω
to crowd together

ShortDef

to crowd together

Debugging

Headword:
συνειλέω
Headword (normalized):
συνειλέω
Headword (normalized/stripped):
συνειλεω
IDX:
84486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84487
Key:

Data

{'content': 'to crowd together'}