Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεδρεύω
συνεδρία
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
συνεέργω
συνεζευγμένως
συνέζομαι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκοσι
συνείκω
συνειλαπινάζω
View word page
συνεθέλω
to have the same wish, to consent

ShortDef

to have the same wish, to consent

Debugging

Headword:
συνεθέλω
Headword (normalized):
συνεθέλω
Headword (normalized/stripped):
συνεθελω
IDX:
84475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84476
Key:

Data

{'content': 'to have the same wish, to consent'}