Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνέδρα
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
συνεέργω
συνεζευγμένως
συνέζομαι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνεθιστέος
συνείδησις
συνειδοποιέομαι
συνεικάζω
συνείκοσι
View word page
συνεζευγμένως
by pairs
ShortDef
by pairs
Debugging
Headword:
συνεζευγμένως
Headword (normalized):
συνεζευγμένως
Headword (normalized/stripped):
συνεζευγμενως
IDX:
84473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84474
Key:
Data
{'content': 'by pairs'}