Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεγκηδεύω
συνεγκλίνω
συνεγκωμιάζω
συνέδρα
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
συνεέργω
συνεζευγμένως
συνέζομαι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνεθιστέος
συνείδησις
View word page
συνεδρίτης
fellow-officer of the Guard

ShortDef

fellow-officer of the Guard

Debugging

Headword:
συνεδρίτης
Headword (normalized):
συνεδρίτης
Headword (normalized/stripped):
συνεδριτης
IDX:
84470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84471
Key:

Data

{'content': 'fellow-officer of the Guard'}