Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συνεγκαίω
συνεγκηδεύω
συνεγκλίνω
συνεγκωμιάζω
συνέδρα
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
συνεέργω
συνεζευγμένως
συνέζομαι
συνεθέλω
συνεθίζω
συνεθισμός
συνεθιστέον
συνεθιστέος
View word page
συνέδριον
a body of men assembled in council, a council-board, council
ShortDef
a body of men assembled in council, a council-board, council
Debugging
Headword:
συνέδριον
Headword (normalized):
συνέδριον
Headword (normalized/stripped):
συνεδριον
IDX:
84469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84470
Key:
Data
{'content': 'a body of men assembled in council, a council-board, council'}