Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀντεπίσταλμα
ἀντεπισταλτικός
ἀντεπιστάτης
ἀντεπιστέλλω
ἀντεπιστρατεύω
ἀντεπιστρέφω
ἀντεπιστροφή
ἀντεπιτάσσω
ἀντεπιτείνω
ἀντεπιτειχίζω
ἀντεπιτίθημι
ἀντεπιτρέχω
ἀντεπίτροπος
ἀντεπιφέρω
ἀντεπιχειρέω
ἀντεπιχείρησις
ἀντέραμαι
ἀντερανίζω
ἀντεραστής
ἀντεράω
ἀντεργάζομαι
View word page
ἀντεπιτίθημι
entrust in answer; mid. counter attack
ShortDef
entrust in answer; mid. counter attack
Debugging
Headword:
ἀντεπιτίθημι
Headword (normalized):
ἀντεπιτίθημι
Headword (normalized/stripped):
αντεπιτιθημι
IDX:
8446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8447
Key:
Data
{'content': 'entrust in answer; mid. counter attack'}