Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συνεγγίζω
συνεγγισμός
συνεγγράφω
συνεγγυάω
συνεγγύη
σύνεγγυς
συνεγείρω
συνεγκαίω
συνεγκηδεύω
συνεγκλίνω
συνεγκωμιάζω
συνέδρα
συνεδρεία
συνεδρεύω
συνεδρία
συνεδριακός
συνεδριάομαι
συνέδριον
συνεδρίτης
σύνεδρος
συνεέργω
View word page
συνεγκωμιάζω
collaudo

ShortDef

collaudo

Debugging

Headword:
συνεγκωμιάζω
Headword (normalized):
συνεγκωμιάζω
Headword (normalized/stripped):
συνεγκωμιαζω
IDX:
84462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-84463
Key:

Data

{'content': 'collaudo'}